της Νάντιας Βαλαβάνη
Μεσούσης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η συζήτηση στη Β΄ Πανελλαδική Σύσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ για το Πρόγραμμα του, ιδιαίτερα για την εναλλακτική του πρόταση, μας έδωσε μια μεγάλη δυνατότητα που η πολιτική και κοινωνική καθημερινότητα μας στερεί: Να σκεφτούμε για λίγο το που και πως πάμε, τι θέλουμε και τι κάνουμε έξω από τα στενά όρια της τρέχουσας πολιτικής συγκυρίας.
“Νέα κινήματα” και η αντικαπιταλιστική προοπτική
Σε συνέντευξη του για τη σημασία της σκέψης του Μαρξ [International Journal of Socialist Renewal, 16.9.2008] ο Χομπσμπάουμ επισημαίνει ότι, στο φόντο της κρίσης, ο Μαρξ φαίνεται να «επιστρέφει» ως εργαλείο γνωστικής προσέγγισης της λειτουργίας και της ανάπτυξης του καπιταλισμού με εντονότερο τρόπο στους κεφαλαιοκράτες παρά στην αριστερά και στο κίνημα της. Μεταξύ των αιτιών που απαριθμεί γι’ αυτό συγκαταλέγει και το γεγονός ότι «με ημερομηνία έναρξης το 1968 τα πιο γνωστά ριζοσπαστικά κινήματα προσανατολίστηκαν σε μορφές άμεσης δράσης και ακτιβισμού που δε βασίζονται ιδιαίτερα σε πολύ διάβασμα και θεωρητική ανάλυση». Για να προσθέσει ότι, ενώ αρκετός από τον κόσμο που μετέχει στα νέα κινήματα συγκαταλέγει τον εαυτό του στο πλαίσιο του αντικαπιταλιστικού ρεύματος, τα ίδια τα κινήματα δεν εντάσσονται σε μια αντικαπιταλιστική προοπτική.
Γιατί είναι κρίσιμης σημασίας για μας, μεταξύ άλλων, αυτή η επισήμανση;
Σε συνέντευξη του για τη σημασία της σκέψης του Μαρξ [International Journal of Socialist Renewal, 16.9.2008] ο Χομπσμπάουμ επισημαίνει ότι, στο φόντο της κρίσης, ο Μαρξ φαίνεται να «επιστρέφει» ως εργαλείο γνωστικής προσέγγισης της λειτουργίας και της ανάπτυξης του καπιταλισμού με εντονότερο τρόπο στους κεφαλαιοκράτες παρά στην αριστερά και στο κίνημα της. Μεταξύ των αιτιών που απαριθμεί γι’ αυτό συγκαταλέγει και το γεγονός ότι «με ημερομηνία έναρξης το 1968 τα πιο γνωστά ριζοσπαστικά κινήματα προσανατολίστηκαν σε μορφές άμεσης δράσης και ακτιβισμού που δε βασίζονται ιδιαίτερα σε πολύ διάβασμα και θεωρητική ανάλυση». Για να προσθέσει ότι, ενώ αρκετός από τον κόσμο που μετέχει στα νέα κινήματα συγκαταλέγει τον εαυτό του στο πλαίσιο του αντικαπιταλιστικού ρεύματος, τα ίδια τα κινήματα δεν εντάσσονται σε μια αντικαπιταλιστική προοπτική.
Γιατί είναι κρίσιμης σημασίας για μας, μεταξύ άλλων, αυτή η επισήμανση;
Το κεντρικό ερώτημα
Μια απλή σύγκριση με την πορεία προς την Α΄ Πανελλαδική Σύσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ ένα χρόνο πριν αρκεί για να μας πείσει ότι στις γραμμές μας υπάρχει μια ορισμένη αποθάρρυνση για το εύρος και τις δυνατότητες του εγχειρήματος μας.
Ένα μέρος του προβλήματος, όχι το σημαντικότερο, σχετίζεται με την οργανωτική υπόσταση, συγκρότηση και λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ - θέμα προς συζήτηση μετά τις Ευρωεκλογές.
Σωστά ή λάθος, θα πρέπει ν΄ αναγνωρίσουμε ότι πριν απ’ όλα επηρέασε η μεταβολή των δημοσκοπικών τάσεων, πέρυσι διψήφιων, φέτος μονοψήφιων. Τάσεων, γιατί οι δημοσκοπήσεις δε μετρούν ποσοστά. Το ερώτημα είναι: Γιατί δε μπορέσαμε να συνδεθούμε μ΄ έναν κόσμο που μας προσέγγιζε λίγο-πολύ μ΄ εμπιστοσύνη απομακρυνόμενος κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, από το ΠΑΣΟΚ;
Οι δημοσκοπικές αποτυπώσεις ότι το 60% αυτού του κόσμου - προφανώς προερχόμενου από το ΠΑΣΟΚ - ήθελε συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ, άρα υπήρχε πρόβλημα κατανόησης του δικού μας βασικού πολιτικού προσανατολισμού ως προς το δικομματισμό, δεν κάνουν λάθος. Εξίσου βάσιμες απαντήσεις αποτελούν και διαπιστώσεις όπως: H προοπτική να ξαναβρεθεί το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση άρχισε να επανασυσπειρώνει έναν κόσμο αναζωπυρώνοντας ψευδαισθήσεις για ατομικές λύσεις. Ένα άλλο μέρος αυτού του κόσμου είχε συντηρητικά κοινωνικά αντανακλαστικά. Η συντονισμένη επίθεση του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων από τον Δεκέμβρη απομάκρυνε ανθρώπους που μπέρδεψαν την υπεράσπιση από μέρους μας του φορτισμένου από οργή, δίκαιου ξεσπάσματος της νεολαίας με ανοχή απέναντι στην τακτική burn and destroy μέρους του «αντιεξουσιαστικού» χώρου. Ενώ γενικότερα η κρίση αυξάνοντας την ανασφάλεια οδηγεί πίσω στα δοκιμασμένα, πίσω στο «δυναμικότερο» σήμερα πόλο του δικομματισμού.
Τα παραπάνω είναι όμως ταυτόχρονα και απαντήσεις περιγραφικές. Δεν απαντούν στο κεντρικό ερώτημα: Γιατί οι πολιτικές μας παρεμβάσεις, που αυτή την περίοδο ήταν πολύ πυκνές και κάλυψαν όλα τα θέματα αιχμής, τουλάχιστον «από τα πάνω», αλλά και η συμμετοχή και στήριξη μας «από τα κάτω» σε σοβαρούς αγώνες τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, κυρίως κινήματα πόλης και οικολογικά μέτωπα κόντρα σε μεγάλα κεφαλαιοκρατικά συμφέροντα σε όλη την Ελλάδα, αλλά και κάποια κινήματα στις παρυφές της επισφαλούς εργασίας, δε μπόρεσαν ν΄ ανοίξουν ένα δρόμο ουσιαστικής επαφής και να δημιουργήσουν μια όσμωση μας με ένα σοβαρό τμήμα του κόσμο που με τόσες ελπίδες μας πλησίαζε;
Μια απλή σύγκριση με την πορεία προς την Α΄ Πανελλαδική Σύσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ ένα χρόνο πριν αρκεί για να μας πείσει ότι στις γραμμές μας υπάρχει μια ορισμένη αποθάρρυνση για το εύρος και τις δυνατότητες του εγχειρήματος μας.
Ένα μέρος του προβλήματος, όχι το σημαντικότερο, σχετίζεται με την οργανωτική υπόσταση, συγκρότηση και λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ - θέμα προς συζήτηση μετά τις Ευρωεκλογές.
Σωστά ή λάθος, θα πρέπει ν΄ αναγνωρίσουμε ότι πριν απ’ όλα επηρέασε η μεταβολή των δημοσκοπικών τάσεων, πέρυσι διψήφιων, φέτος μονοψήφιων. Τάσεων, γιατί οι δημοσκοπήσεις δε μετρούν ποσοστά. Το ερώτημα είναι: Γιατί δε μπορέσαμε να συνδεθούμε μ΄ έναν κόσμο που μας προσέγγιζε λίγο-πολύ μ΄ εμπιστοσύνη απομακρυνόμενος κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, από το ΠΑΣΟΚ;
Οι δημοσκοπικές αποτυπώσεις ότι το 60% αυτού του κόσμου - προφανώς προερχόμενου από το ΠΑΣΟΚ - ήθελε συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ, άρα υπήρχε πρόβλημα κατανόησης του δικού μας βασικού πολιτικού προσανατολισμού ως προς το δικομματισμό, δεν κάνουν λάθος. Εξίσου βάσιμες απαντήσεις αποτελούν και διαπιστώσεις όπως: H προοπτική να ξαναβρεθεί το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση άρχισε να επανασυσπειρώνει έναν κόσμο αναζωπυρώνοντας ψευδαισθήσεις για ατομικές λύσεις. Ένα άλλο μέρος αυτού του κόσμου είχε συντηρητικά κοινωνικά αντανακλαστικά. Η συντονισμένη επίθεση του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων από τον Δεκέμβρη απομάκρυνε ανθρώπους που μπέρδεψαν την υπεράσπιση από μέρους μας του φορτισμένου από οργή, δίκαιου ξεσπάσματος της νεολαίας με ανοχή απέναντι στην τακτική burn and destroy μέρους του «αντιεξουσιαστικού» χώρου. Ενώ γενικότερα η κρίση αυξάνοντας την ανασφάλεια οδηγεί πίσω στα δοκιμασμένα, πίσω στο «δυναμικότερο» σήμερα πόλο του δικομματισμού.
Τα παραπάνω είναι όμως ταυτόχρονα και απαντήσεις περιγραφικές. Δεν απαντούν στο κεντρικό ερώτημα: Γιατί οι πολιτικές μας παρεμβάσεις, που αυτή την περίοδο ήταν πολύ πυκνές και κάλυψαν όλα τα θέματα αιχμής, τουλάχιστον «από τα πάνω», αλλά και η συμμετοχή και στήριξη μας «από τα κάτω» σε σοβαρούς αγώνες τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, κυρίως κινήματα πόλης και οικολογικά μέτωπα κόντρα σε μεγάλα κεφαλαιοκρατικά συμφέροντα σε όλη την Ελλάδα, αλλά και κάποια κινήματα στις παρυφές της επισφαλούς εργασίας, δε μπόρεσαν ν΄ ανοίξουν ένα δρόμο ουσιαστικής επαφής και να δημιουργήσουν μια όσμωση μας με ένα σοβαρό τμήμα του κόσμο που με τόσες ελπίδες μας πλησίαζε;
Για την αγωνιστική συμμετοχή
Κάποιες απόψεις στη Συνδιάσκεψη επιχείρησαν να συνδέσουν αυτό το πρόβλημα με την περιορισμένη ή και προβληματική συμμετοχή μας στα ΜΜΕ. Η αλήθεια είναι ότι η «επικοινωνιακή» συνταγή λειτουργεί θαυματουργά μόνο για πολιτικές θέσεις που στηρίζει πολύπλευρα το ίδιο το σύστημα και όχι για πολιτικές που ελπίζουν, έστω και σε τελευταία ανάλυση, στην ανατροπή του. Μια αριστερή ριζοσπαστική πολιτική δε μπορεί να μετασχηματίσει συνειδήσεις προβαλλόμενη κυρίως από τα πάνω και προσλαμβανόμενη από εργαζόμενους που βλέπουν τηλεόραση καθισμένοι στον καναπέ. Ταυτόχρονα ούτε και οι πιο σημαντικές ακτιβίστικες δραστηριότητες μπορούν να το εξασφαλίσουν αυτό: Μπορούν π.χ. να «ξεθάψουν» ένα πρόβλημα και να προκαλέσουν εύλογα αισθήματα αποτροπιασμού ή οργής, ακόμα και να φέρουν στιγμιαία στο προσκήνιο τον ΣΥΡΙΖΑ, δε μπορούν όμως να μεταβάλλουν, και μάλιστα όχι επιδερμικά, συνειδήσεις.
Όρος-κλειδί για να συμβεί αυτό είναι η συμμετοχή του ίδιου του πολιτικού υποκείμενου που μας ενδιαφέρει. Και ο δικός μας ακτιβισμός, όμως, του εξασφαλίζει επίσης θέση θεατή. Αλλά και όπου υπάρχει πραγματική κίνηση ανθρώπων «από τα κάτω», όπως σε κινήματα πόλης και περιβαλλοντικά μέτωπα, πράγμα που αποτελεί μια μεγάλη κατάκτηση, αυτή δεν επαρκεί: Στο βαθμό που δε συνδέονται με εμπειρίες συμμετοχής σε κινήματα με κεντρικότερο ρόλο στο σύστημα της ταξικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης, δεν είναι δύσκολο να παραμείνουν αιωρούμενες οι διασυνδέσεις των συγκεκριμένων στόχων πάλης με την πραγματικότητα που γεννά και αναπαράγει συνεχώς το σύστημα. Και να κυριαρχήσει στους ευρύτερους ανθρώπους, που (συχνά πρωτο)συμμετέχουν μια αντίληψη σύγκρουσης με τον α ή β «κακό» καπιταλιστή: Από τέτοιες συγκρούσεις είναι όμως γεμάτες οι ταινίες του Χόλιγουντ…
Κάποιες απόψεις στη Συνδιάσκεψη επιχείρησαν να συνδέσουν αυτό το πρόβλημα με την περιορισμένη ή και προβληματική συμμετοχή μας στα ΜΜΕ. Η αλήθεια είναι ότι η «επικοινωνιακή» συνταγή λειτουργεί θαυματουργά μόνο για πολιτικές θέσεις που στηρίζει πολύπλευρα το ίδιο το σύστημα και όχι για πολιτικές που ελπίζουν, έστω και σε τελευταία ανάλυση, στην ανατροπή του. Μια αριστερή ριζοσπαστική πολιτική δε μπορεί να μετασχηματίσει συνειδήσεις προβαλλόμενη κυρίως από τα πάνω και προσλαμβανόμενη από εργαζόμενους που βλέπουν τηλεόραση καθισμένοι στον καναπέ. Ταυτόχρονα ούτε και οι πιο σημαντικές ακτιβίστικες δραστηριότητες μπορούν να το εξασφαλίσουν αυτό: Μπορούν π.χ. να «ξεθάψουν» ένα πρόβλημα και να προκαλέσουν εύλογα αισθήματα αποτροπιασμού ή οργής, ακόμα και να φέρουν στιγμιαία στο προσκήνιο τον ΣΥΡΙΖΑ, δε μπορούν όμως να μεταβάλλουν, και μάλιστα όχι επιδερμικά, συνειδήσεις.
Όρος-κλειδί για να συμβεί αυτό είναι η συμμετοχή του ίδιου του πολιτικού υποκείμενου που μας ενδιαφέρει. Και ο δικός μας ακτιβισμός, όμως, του εξασφαλίζει επίσης θέση θεατή. Αλλά και όπου υπάρχει πραγματική κίνηση ανθρώπων «από τα κάτω», όπως σε κινήματα πόλης και περιβαλλοντικά μέτωπα, πράγμα που αποτελεί μια μεγάλη κατάκτηση, αυτή δεν επαρκεί: Στο βαθμό που δε συνδέονται με εμπειρίες συμμετοχής σε κινήματα με κεντρικότερο ρόλο στο σύστημα της ταξικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης, δεν είναι δύσκολο να παραμείνουν αιωρούμενες οι διασυνδέσεις των συγκεκριμένων στόχων πάλης με την πραγματικότητα που γεννά και αναπαράγει συνεχώς το σύστημα. Και να κυριαρχήσει στους ευρύτερους ανθρώπους, που (συχνά πρωτο)συμμετέχουν μια αντίληψη σύγκρουσης με τον α ή β «κακό» καπιταλιστή: Από τέτοιες συγκρούσεις είναι όμως γεμάτες οι ταινίες του Χόλιγουντ…
Για το πολιτικό υποκείμενο
Ποιο είναι όμως το πολιτικό υποκείμενο της κοινωνικής αλλαγής, αυτό που κυρίως μας ενδιαφέρει; Μήπως μπορεί να είναι «οι χωρίς φωνή», που δεν ορίζονται καν από τη θέση τους στην παραγωγή; [Από την ευρεία γκάμα που συμπεριλαμβάνεται στον όρο, οι μόνοι που πληρούν αυτό τον όρο είναι οι μετανάστες, που όμως αποτελούν οργανικό τμήμα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα.]
Ή μπορεί να είναι μόνα τους «τα νέα μισθωτά στρώματα», οι νέες κοινωνικές κατηγορίες που έχουν προκύψει από την αναδιάρθρωση του καπιταλιστικού συστήματος; Και με τις περισσότερο “παραδοσιακές” κοινωνικές κατηγορίες της μισθωτής εργασίας τι γίνεται;
Το «πρεκαριάτο», οι νεαροί (και όχι μόνο, όπως φάνηκε και με αφορμή την απόπειρα δολοφονίας της Κωνσταντίνας Κούνεβα) εργαζόμενοι και εργαζόμενες της επισφαλούς εργασίας, μπορούν να συγκροτήσουν το “νέο επαναστατικό υποκείμενο”; ΄H αποτελούν νέα τμήματα μιας – πολυδιασπασμένης και πολύ λιγότερο ομοιογενούς απ’ ότι στο παρελθόν - εργατικής τάξης σε αναζήτηση της ταξικής της ενότητας για τη δημιουργία, στις συνθήκες του 21ου αιώνα, συνείδησης τάξης «για τον εαυτό της»; Μήπως πιστεύουμε ότι η «άβυσσος» που χωρίζει το «πρεκαριάτο» από τους νέους εργαζόμενους των 700 ευρώ (δηλ. τη νέα γενιά της εργατικής τάξης με πλήρη απασχόληση) είναι μεγαλύτερη απ’ αυτή που χώριζε ένα αιώνα πριν την «εργατική αριστοκρατία» από τα υπόλοιπα τμήματα της εργατικής τάξης;
Τίποτα δε γίνεται, επίσης, χωρίς κοινωνικές συμμαχίες. Οι «πάνω» ξέρουν να τις τσιμεντάρουν, στηρίζοντας τις επιθετικότερες πολιτικές οικονομικής καταλήστευσης, ακόμα και την αισχρότερη καταστολή, σε συναινέσεις λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων. Η αριστερά τα τελευταία χρόνια συχνά το ξεχνά(;). Όμως χωρίς ή, πολύ περισσότερο, ενάντια στους μικρομεσαίους αγρότες, δηλ. τη συντριπτική πλειοψηφία μεταξύ των 750.00 αγροτικών νοικοκυριών που κινούνται σε πορεία προλεταριοποίησης, ή τα κάτω μεσαία στρώματα, που σήμερα βιώνουν το «θάνατο του εμποράκου» ανταγωνιζόμενοι σε συνθήκες κρίσεις τα Mall και συμπεριλαμβάνουν για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση στις γραμμές τους νεαρούς οργανικούς διανοούμενους, ιδιαίτερα γιατρούς, δικηγόρους και μηχανικούς, στην πλειοψηφία τους γυναίκες, το κίνημα δε μπορεί να πάει πολύ μακριά.
Ποιο είναι όμως το πολιτικό υποκείμενο της κοινωνικής αλλαγής, αυτό που κυρίως μας ενδιαφέρει; Μήπως μπορεί να είναι «οι χωρίς φωνή», που δεν ορίζονται καν από τη θέση τους στην παραγωγή; [Από την ευρεία γκάμα που συμπεριλαμβάνεται στον όρο, οι μόνοι που πληρούν αυτό τον όρο είναι οι μετανάστες, που όμως αποτελούν οργανικό τμήμα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα.]
Ή μπορεί να είναι μόνα τους «τα νέα μισθωτά στρώματα», οι νέες κοινωνικές κατηγορίες που έχουν προκύψει από την αναδιάρθρωση του καπιταλιστικού συστήματος; Και με τις περισσότερο “παραδοσιακές” κοινωνικές κατηγορίες της μισθωτής εργασίας τι γίνεται;
Το «πρεκαριάτο», οι νεαροί (και όχι μόνο, όπως φάνηκε και με αφορμή την απόπειρα δολοφονίας της Κωνσταντίνας Κούνεβα) εργαζόμενοι και εργαζόμενες της επισφαλούς εργασίας, μπορούν να συγκροτήσουν το “νέο επαναστατικό υποκείμενο”; ΄H αποτελούν νέα τμήματα μιας – πολυδιασπασμένης και πολύ λιγότερο ομοιογενούς απ’ ότι στο παρελθόν - εργατικής τάξης σε αναζήτηση της ταξικής της ενότητας για τη δημιουργία, στις συνθήκες του 21ου αιώνα, συνείδησης τάξης «για τον εαυτό της»; Μήπως πιστεύουμε ότι η «άβυσσος» που χωρίζει το «πρεκαριάτο» από τους νέους εργαζόμενους των 700 ευρώ (δηλ. τη νέα γενιά της εργατικής τάξης με πλήρη απασχόληση) είναι μεγαλύτερη απ’ αυτή που χώριζε ένα αιώνα πριν την «εργατική αριστοκρατία» από τα υπόλοιπα τμήματα της εργατικής τάξης;
Τίποτα δε γίνεται, επίσης, χωρίς κοινωνικές συμμαχίες. Οι «πάνω» ξέρουν να τις τσιμεντάρουν, στηρίζοντας τις επιθετικότερες πολιτικές οικονομικής καταλήστευσης, ακόμα και την αισχρότερη καταστολή, σε συναινέσεις λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων. Η αριστερά τα τελευταία χρόνια συχνά το ξεχνά(;). Όμως χωρίς ή, πολύ περισσότερο, ενάντια στους μικρομεσαίους αγρότες, δηλ. τη συντριπτική πλειοψηφία μεταξύ των 750.00 αγροτικών νοικοκυριών που κινούνται σε πορεία προλεταριοποίησης, ή τα κάτω μεσαία στρώματα, που σήμερα βιώνουν το «θάνατο του εμποράκου» ανταγωνιζόμενοι σε συνθήκες κρίσεις τα Mall και συμπεριλαμβάνουν για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση στις γραμμές τους νεαρούς οργανικούς διανοούμενους, ιδιαίτερα γιατρούς, δικηγόρους και μηχανικούς, στην πλειοψηφία τους γυναίκες, το κίνημα δε μπορεί να πάει πολύ μακριά.
H «δεύτερη ευκαιρία»
Κι επειδή μου έγινε σχετική ερώτηση από ομιλήτρια, πιστεύω ότι η «δεύτερη ευκαιρία» της αριστεράς από τη μεταπολίτευση, στην οποία είχα αναφερθεί στην περυσινή Α΄ Πανελλαδική Σύσκεψη, παραμένει ανοιχτή. Είναι η ιστορική ευκαιρία ενός ριζοσπαστικού αριστερού ενωτικού εγχειρήματος να παίξει το ρόλο του σε συνθήκες μιας, κυρίαρχα οικονομικής αλλά και πολύπλευρης, ιστορικής δομικής καπιταλιστικής κρίσης. Έτσι ώστε ευρύτερες μάζες εργαζόμενων, γυναικών και νεολαίας, σήμερα «κορεσμένες» από τις αποκαλύψεις για τις καταστροφικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές, με γυρισμένη την πλάτη στη ΝΔ αλλά και χαμηλή εκτίμηση για τον άλλο πόλο του δικομματισμού, το ΠΑΣΟΚ, εγκλωβισμένες κυρίως στην παθητικότητα του «τίποτα δε μπορεί ν΄ αλλάξει», να πειστούν από την ίδια τους την πείρα ότι: Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πηγή ανασφάλειας από την εγκατάλειψη της τύχης τους στα χέρια όσων ευθύνονται για τη σημερινή κατάσταση. Δεν υπάρχει στάση λιγότερου ρίσκου από το να επιχειρήσουν να πάρουν οι ίδιοι τις τύχες τους στα χέρια τους.
Όχι αντιδρώντας τυφλά, με ξεσπάσματα που το σύστημα με μεγάλη ευκολία ξανά και ξανά αφομοιώνει. Αλλά με, όσο γίνεται, ενωτική και οργανωμένη πάλη για να υπερασπιστούν το σήμερα, που καταβαραθρώνεται. Και για ν΄ ανοίξει ξανά, με πραγματικούς όρους, η απελευθερωτική προοπτική μιας κοινωνίας που θα πραγματώνει αντί να ισοπεδώνει την ανθρώπινη ιδιότητα τους.
Σήμερα μπορούμε να κάνουμε μια καλή αρχή για μια πραγματική, και όχι δημοσκοπική, άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, οργανώνοντας με σοβαρότητα και αισιοδοξία τη μάχη των Ευρωεκλογών.
* Το άρθρο βασίστηκε στην ομιλία της Νάντιας Βαλαβάνη στη Β’ Πανελλαδική Σύσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ (10-12.04.2009). Δημοσιεύτηκε στην Αυγή της Κυριακής (26.04.2009).
Κι επειδή μου έγινε σχετική ερώτηση από ομιλήτρια, πιστεύω ότι η «δεύτερη ευκαιρία» της αριστεράς από τη μεταπολίτευση, στην οποία είχα αναφερθεί στην περυσινή Α΄ Πανελλαδική Σύσκεψη, παραμένει ανοιχτή. Είναι η ιστορική ευκαιρία ενός ριζοσπαστικού αριστερού ενωτικού εγχειρήματος να παίξει το ρόλο του σε συνθήκες μιας, κυρίαρχα οικονομικής αλλά και πολύπλευρης, ιστορικής δομικής καπιταλιστικής κρίσης. Έτσι ώστε ευρύτερες μάζες εργαζόμενων, γυναικών και νεολαίας, σήμερα «κορεσμένες» από τις αποκαλύψεις για τις καταστροφικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές, με γυρισμένη την πλάτη στη ΝΔ αλλά και χαμηλή εκτίμηση για τον άλλο πόλο του δικομματισμού, το ΠΑΣΟΚ, εγκλωβισμένες κυρίως στην παθητικότητα του «τίποτα δε μπορεί ν΄ αλλάξει», να πειστούν από την ίδια τους την πείρα ότι: Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πηγή ανασφάλειας από την εγκατάλειψη της τύχης τους στα χέρια όσων ευθύνονται για τη σημερινή κατάσταση. Δεν υπάρχει στάση λιγότερου ρίσκου από το να επιχειρήσουν να πάρουν οι ίδιοι τις τύχες τους στα χέρια τους.
Όχι αντιδρώντας τυφλά, με ξεσπάσματα που το σύστημα με μεγάλη ευκολία ξανά και ξανά αφομοιώνει. Αλλά με, όσο γίνεται, ενωτική και οργανωμένη πάλη για να υπερασπιστούν το σήμερα, που καταβαραθρώνεται. Και για ν΄ ανοίξει ξανά, με πραγματικούς όρους, η απελευθερωτική προοπτική μιας κοινωνίας που θα πραγματώνει αντί να ισοπεδώνει την ανθρώπινη ιδιότητα τους.
Σήμερα μπορούμε να κάνουμε μια καλή αρχή για μια πραγματική, και όχι δημοσκοπική, άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, οργανώνοντας με σοβαρότητα και αισιοδοξία τη μάχη των Ευρωεκλογών.
* Το άρθρο βασίστηκε στην ομιλία της Νάντιας Βαλαβάνη στη Β’ Πανελλαδική Σύσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ (10-12.04.2009). Δημοσιεύτηκε στην Αυγή της Κυριακής (26.04.2009).