Αναζητώντας μια αριστερή στρατηγική ανάσχεσης του φασισμού της Χρυσής Αυγής

Το σκηνικό των τελευταίων ημερών στιγμάτισαν οι ρατσιστικές επιθέσεις βουλευτών της Χρυσής Αυγής εις βάρος αλλοδαπών μικροπωλητών, η ανησυχητική αύξηση των ποσοστών της ΧΑ, όπως αυτή καταγράφεται σε πρόσφατες έρευνες της κοινής γνώμης, αλλά και η συστηματική προσπάθεια εξίσωσης της αριστερής κινηματικής δράσης με την εγκληματική δραστηριότητα των ταγμάτων εφόδου της Χρυσής Αυγής εκ μέρους του κυρίαρχου λόγου[1]. Με αφορμή τα παραπάνω, δημοσιεύτηκαν το τελευταίο διάστημα, σε έντυπα και ιστοσελίδες της Αριστεράς, μια σειρά από ενδιαφέροντα άρθρα που επιχειρούν αφενός μεν να εντοπίσουν και να αναδείξουν τα αίτια της ανόδου της ρατσιστικής και φασιστικής Ακροδεξιάς, αφετέρου –και κυρίως– δε να προσδιορίσουν το περιεχόμενο μιας αποτελεσματικής αριστερής παρέμβασης για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Τη σχετική συζήτηση επιχειρούμε να συνοψίσουμε στη συνέχεια.

Σε άρθρο του στην Αυγή, ο Δ. Χριστόπουλος επισημαίνει ότι μια αριστερή πολιτική στρατηγική ανάσχεσης του νεοναζισμού απαιτεί δουλειά σε τέσσερα, διακριτά μεταξύ τους, επίπεδα: πολιτικό, ιδεολογικό, θεσμικό και κοινωνικό. Σε πολιτικό επίπεδο, η Αριστερά καλείται να συμβάλει στη «σφυρηλάτηση μιας αντιακροδεξιάς πολιτικής κουλτούρας, από το Κοινοβούλιο ως τα media». Σε ιδεολογικό επίπεδο, οφείλει να επαναπροσδιορίσει τη σχέση μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας, έτσι ώστε «σαν μας ρωτάνε “ασφάλεια ή ελευθερία” να μην απαντάμε αφελώς “ελευθερία“, αλλά “και τα δύο”», διότι «η ασφάλεια είναι η κατάσταση της ελευθερίας. Η μόνη κατάσταση που την επιτρέπει». Σε θεσμικό επίπεδο, η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί στο κράτος δικαίου και στους θεσμούς τους, δηλαδή στην τιμωρία όσων ενέχονται σε εγκληματικές ενέργειες, αρχής γενομένης από το ξήλωμα του παρακράτους στα ελληνικά σώματα ασφαλείας». Στο κοινωνικό, τέλος, επίπεδο, χρειάζεται «ανακατάληψη του δημόσιου χώρου», αφού «όταν δέρνουν μετανάστες, η κοινή γνώμη αδιαφορεί. Όταν δέρνουν αριστερούς, η κοινή γνώμη ενοχλείται, αλλά δεν πολυμιλά. Όταν όμως θα διαλύσουν ένα κοινωνικό φαρμακείο, τότε ο κόσμος θα τους απομονώσει».

Ο Α. Καρίτζης τονίζει ότι η αντιμετώπιση της ανόδου της φασιστικής Ακροδεξιάς «σχετίζεται με την ικανότητα της Αριστεράς να οργανώσει την καθημερινότητα του λαού και να παράσχει ένα πολιτικό πρόταγμα που δίνει ελπίδα και προοπτική». Δεδομένου ότι ιστορικά η άνοδος του φασισμού σχετίζεται με την αποτυχία της Αριστεράς, «η επιτυχία της Αριστεράς στην οργάνωση του λαού στη μάχη του εναντίον των καταπιεστών του συνιστά τον βασικό τρόπο ανάσχεσης της φασιστικής Ακροδεξιάς».
Βασικό όπλο εναντίον της είναι έτσι «η ανάδειξη του βαθιά συστημικού της χαρακτήρα». Σε αντίθεση με την αριστερή προσέγγιση, «η οποία προϋποθέτει ρήξη με την κυρίαρχη ιδεολογία, κυρίως ως προς τη φύση της κοινωνίας (ταξική διαίρεση/αρμονικό σύνολο)», η φασιστική ιδεολογία «επιχειρεί να διατηρήσει όρθια την κυρίαρχη ιδεολογία σε καιρούς κρίσης, όπου πια γίνεται φανερή η ταξική διαίρεση». Η Αριστερά οφείλει επομένως να αναδείξει ότι «η δράση της [Ακροδεξιάς] μπορεί να φαίνεται συγκρουσιακή, αλλά στην ουσία δεν θέλει να αλλάξει τίποτα από αυτά που διαλύουν την κοινωνία». Η έμφαση θα πρέπει να δοθεί «στο ότι δεν είναι ριζοσπαστική, δεν έχει την τόλμη να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα και κρύβεται πίσω από το χρώμα των μεταναστών, φοβάται να τα βάλει με τους πραγματικά ισχυρούς, ότι υπηρετεί αντικειμενικά και δουλικά τους δυνατούς».
Σε αυτή την κατεύθυνση, η «ανάπτυξη ζωντανών συλλογικοτήτων στις γειτονιές και τους εργασιακούς χώρους, που οργανώνουν την πάλη απέναντι στους πραγματικούς υπαίτιους της κρίσης», αλλά και η «ηγεμονία στην κεντρική πολιτική αντιπαράθεση με την κυβερνητική πολιτική», σε συνδυασμό με την «ανάδειξη ιδεολογικών στοιχείων (δημοκρατία έναντι αγοράς, κοινωνικοποιημένη παραγωγή έναντι ιδιωτικής επιχειρηματικότητας)», μπορούν να δώσουν «αριστερό προσανατολισμό σε τμήματα του πληθυσμού που περιθωριοποιούνται», περιορίζοντας έτσι αντικειμενικά τον ζωτικό χώρο για την ανάπτυξη της φασιστικής Ακροδεξιάς. Σε αυτό το έδαφος μπορεί και πρέπει «να αναπτυχθεί ένα πλατύ αντιφασιστικό μέτωπο που θα επιχειρήσει να εμπεδώσει την αντιφασιστική ηγεμονία σε εκείνες τις υποβαθμισμένες περιοχές όπου κατά τεκμήριο ευδοκιμεί ο εκφασισμός». Αυτό προϋποθέτει την ανάπτυξη μιας πλατιάς νεολαιίστικης κουλτούρας του αντιφασισμού στα σχολεία, στα γήπεδα, στις γειτονιές», ώστε «να γίνει μόδα στους νέους ο αντιφασισμός». Διότι «χωρίς τη μόδα του αντιφασισμού, η κλασική αριστερή παρέμβαση δεν έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα».
Ο Ν. Γανιάρης τονίζει ότι «η απαίτηση να τεθεί εκτός νόμου [η Χρυσή Αυγή] δεν αρκεί πλέον», αφού, την ίδια στιγμή που αυτή κινείται στο μεταίχμιο της νομιμότητας, ο Ξένιος Δίας, οι μαζικές απελάσεις, ο φράχτης στον Έβρο και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης «είναι κυρίαρχη κρατική πολιτική», καταδεικνύοντας έτσι «τα όρια της δραστικότητας του συνθήματος “θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα”». Όπως επισημαίνει, η Αριστερά «παραμένει εγκλωβισμένη μέσα στη ρητορική της Ακροδεξιάς. Επιμένει σε μια υπερασπιστική αντίληψη που κινείται γύρω από τα παραβατικά πρόσωπα, μπαίνοντας έτσι στο χώρο όπου ο λόγος της Χρυσής Αυγής είναι ηγεμονικός, περιοριζόμενη ταυτόχρονα σε ανθρωπιστική ηττοπάθεια». Η πιο αποτελεσματική απάντηση θα ήταν επομένως «η μεταφορά της συζήτησης από τα εγκληματικά υποκείμενα στην εγκληματογόνο συνθήκη». Αντί «να μιλάει από θέση άμυνας για το μετανάστη», η Αριστερά θα πρέπει «να κάνει λόγο για τη φτώχεια, την ανεργία, τη διαρκώς αυξανόμενη εξαθλίωση, που οδηγεί ντόπιους και ξένους εκτός νόμου […] Ξεπερνώντας έτσι για μια στιγμή το λόγο που στρέφεται γύρω από τον εγκληματία και θέτοντας το ερώτημα ποιος κάνει τον εγκληματία, η Αριστερά μπορεί να αποκρούσει τη φασιστική ρητορεία». 
Ο Ν. Σεβαστάκης επιχειρεί, από την άλλη πλευρά, να αναδείξει τα όρια ορισμένης αριστερής αντίληψης σύμφωνα με την οποία «ο εκφασισμός της κοινωνίας είναι συνέπεια της οικονομικής αιμορραγίας των λαϊκών και μικροαστικών στρωμάτων». Κατά τον Σεβαστάκη, η αντίληψη αυτή, σύμφωνα με την οποία η ανάσχεση του ακροδεξιού ρεύματος «επαφίεται στην ανάπτυξη ενός ισχυρού κοινωνικού κινήματος το οποίο και θα υπερασπιστεί τις αξίες της κοινωνικής αλληλεγγύης», δεν επαρκεί για την αντιμετώπιση των εθνικιστικών/ρατσιστικών λόγων και πρακτικών της Ακροδεξιάς. Όπως επισημαίνει, η τιμωρητική βία και η αντιμεταναστευτική ρητορεία της Χρυσής Αυγής τροφοδοτούνται, σε μεγάλο βαθμό, από μια αίσθηση απώλειας/αλλοτρίωσης που «δεν παράγεται από την προϊούσα οικονομική κατάρρευση συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων» και άρα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη «συνηθισμένη προσφυγή στο κοινωνικό». Έτσι, ενώ «η Αριστερά πιστεύει κατά κανόνα ότι η σκοπιά του κοινωνικού συμφέροντος, δηλαδή ένα είδος οικονομικού ορθολογισμού των στρωμάτων που πλήττονται, θα καταφέρει να διαλύσει τον  ζόφο που πλανιέται πάνω από τη χώρα», πολλές φορές «άλλες αγωνίες, ξένες προς το κοινωνικό πρόβλημα, παράδοξες για κάθε ανάλυση με όρους συμφερόντων και κατανομής πόρων, προσδιορίζουν τις κοινωνικές συμπεριφορές και την αυτοσυνείδηση των πολιτών». Για το λόγο αυτό «θα πρέπει να αναθεωρηθεί η αντίληψη που θεωρεί ότι μια “ταξική” ορθολογική επιλογή αποτελεί την μοναδική απάντηση» στην άνοδο της Ακροδεξιάς.
Ο Σ. Μπουρνάζος θέτει το ζήτημα της σύναψης ευρύτερων συμμαχιών –εντός αλλά κυρίως πέραν της Αριστεράς– για τη συγκρότηση ενός πλατιού αντιφασιστικού μετώπου. Όπως επισημαίνει, πέρα από τη συζήτηση για το χαρακτήρα και τους λόγους της ανόδου της Χρυσής Αυγής, απαιτείται επιπλέον «μια μίνιμουμ συμφωνία σε ένα πρόγραμμα άμεσων ενεργειών» κατά της φασιστικής Ακροδεξιάς. Λόγω ακριβώς των διαστάσεων που έχει σήμερα η δράση της Χρυσής Αυγής, μια καμπάνια εναντίον της θα πρέπει, κατά τον Μπουρνάζο, να αγγίζει, «πέραν του αριστερού-αντιεξουσιαστικού χώρου», και «το ευρύτερο δημοκρατικό, ακόμα και το δεξιό-συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας […] Χωρίς αυταπάτες ότι τέτοια κομμάτια θα γίνουν μπροστάρηδες του αντιφασιστικού αγώνα, είναι σημαντικό να φτιάξουμε συμμαχίες, προσδοκώντας, αν μη τη άλλο, να αποκοπούν από τη Χρυσή Αυγή, να ανακοπεί η πορεία φασιστικοποίησής τους». Έτσι, ενώ τον κορμό ενός τέτοιου αντιφασιστικού μετώπου θα τον αποτελέσει η Αριστερά, σε μια εκστρατεία κατά της Ακροδεξιάς θα πρέπει «να ενταχθούν και συντηρητικοί άνθρωποι». Η συγκρότηση ενός τέτοιου μετώπου μπορεί, εξάλλου, κατά τον Μπουρνάζο, να συμβάλει και στην αποδόμηση της θεωρίας της «συνάντησης των άκρων», που διακινείται εκ νέου το τελευταίο διάστημα, εξισώνοντας την αριστερή κινηματική δράση με την εγκληματική δραστηριότητα των ταγμάτων εφόδου της Χρυσής Αυγής: «Αν κάποιοι εκσυγχρονιστές, μεταρρυθμιστές, σοσιαλδημοκράτες, κεντρώοι ή δεξιοί θεωρούν κύριο εχθρό τη Χρυσή Αυγή, χωρίς συμψηφισμούς, και θέλουν να συμπράξουν μαζί μας, τότε αρνούνται, εμπράκτως, τη θεωρία των “δύο άκρων”. Κι αυτό μπορεί να αποτελέσει λυδία λίθο για τις συμμαχίες»[2].
Ø  Βλ. επίσης: (α) την ανακοίνωση που εξέδωσε το Γραφείο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ σχετικά με την πρόσφατη απόφαση της Επιτροπής Δεοντολογίας της Βουλής εναντίον των κρουσμάτων φασιστικής βίας με πρωταγωνιστές βουλευτές και μέλη της Χρυσής Αυγής, όπου τονίζεται ότι: «Η απόφαση της Επιτροπής αποτελεί, καταρχήν, ασφαλώς θετική εξέλιξη, καθώς το Κοινοβούλιο, διά του οργάνου του, καταδικάζει την πρακτική της Χρυσής Αυγής […] Την ίδια στιγμή, όμως, προκαλεί έντονο προβληματισμό και  ανησυχία το γεγονός ότι η Επιτροπή αρνείται να κατονομάσει τη βία της Χρυσής Αυγής ως αυτό που είναι, δηλαδή ρατσιστική και φασιστική. Στο επίμαχο, λοιπόν, σημείο του κειμένου ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε λευκό (ενώ προφανώς υπερψήφισε το υπόλοιπο κείμενο)», καθώς και (β) τη σχετική δήλωση της βουλευτού του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ Β. Κατριβάνου.
ΔΙΚΤΥΟ ΜΕΛΕΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ Κ.Ο. ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ
Στ. Μανώλη




[1] Τις σχετικές δηλώσεις των Φ. Σαχινίδη και Ν. Δένδια ακολούθησαν, μεταξύ άλλων, τα άρθρα του Σ. Κασσιμάτη στην Καθημερινή και του Π. Καψή στο Έθνος. Το πρώτο προκάλεσε την αντίδραση όχι μόνο του εκπροσώπου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ Π. Σκουρλέτη, που απέστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στον διευθυντή της εφημερίδας, αλλά και των αναγνωστών της Καθημερινής. Για την απόπειρα συνταύτισης της φασιστικής Ακροδεξιάς με την «άκρα Αριστερά», βλ. τα άρθρα των Α. Λιάκου στα Ενθέματα της Αυγής και Β. Κατριβάνου στην Εποχή, καθώς και τη συνέντευξη του Α. Καρίτζη στο «Κόκκινο».


[2] Βλ. και το πρόσφατο άρθρο του Σ. Βαλντέν, με τίτλο «Αντιφασιστικό μέτωπο και “μεταρρυθμιστικός” σεχταρισμός», όπου γίνεται λόγος για την ανάγκη συγκρότησης ενός «πανδημοκρατικού αντιφασιστικού μετώπου» που «να περιλάβει τους πάντες, από τη ΝΔ ως το ΚΚΕ, και κυρίως τη μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου». Απευθυνόμενος προς μεταρρυθμιστές και εκσυγχρονιστές, ο Βαλντέν επισημαίνει πως, αντί να εργάζονται, όπως θα έπρεπε, για ένα αντιφασιστικό μέτωπο, «άλλος θυμάται τα ΚΝΑΤ, άλλος τον Φωτόπουλο, άλλος τα γιαουρτώματα κι όλοι μαζί τον Τσίπρα». Με τον τρόπο αυτό «καλλιεργείται από καιρό μια νέα διχοτομία στην ελληνική κοινωνία», η οποία, εξισώνοντας «ακόμη και το γιαούρτι με τα τάγματα εφόδου», «αποπροσανατολίζει από τον “κύριο εχθρό”». Ο Γ. Βούλγαρης ισχυρίζεται, αντιθέτως, ότι «ούτε η παραδοσιακή αντίληψη σχηματισμού αντιφασιστικού μετώπου έναντι τέτοιων δυνάμεων είναι ρεαλιστική, στον βαθμό που τόσο η ερμηνεία της γέννησης όσο και η αντιμετώπιση της ΧΑ διχάζουν παρά ενώνουν τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις», ούτε η δαιμονοποίηση ή οι σκέψεις για τον αποκλεισμό της ΧΑ με συνταγματικές διατάξεις έχουν νόημα. «Αυτό που μπορεί να γίνει είναι να αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του. Το κράτος δικαίου, ή ότι έχει μείνει από αυτό, να επιβάλει τις κυρώσεις που προβλέπουν οι νόμοι. Να ενδιαφερθεί για την έκταση που έχει πάρει η επιρροή της ΧΑ στην Αστυνομία και στους άλλους σκληρούς μηχανισμούς. Και από την άλλη, οι δυνάμεις της Αριστεράς να ξανακοιτάξουν τη σχέση τους με τη δημοκρατία και τον πολιτισμό της δημοκρατίας».