της Νάντιας Βαλαβάνη
Παρατηρώ πως θέλετε να σας αδειάσω τη γωνιά
Βλέπω ότι σύμφωνα με την αντίληψη σας τρώω πάρα πολύ
Καταλαβαίνω πως δεν ξέρετε πώς να φερθείτε σε ανθρώπους
σαν κι εμένα
Μόνο που εγώ δεν πρόκειται τη γωνιά να σας αδειάσω.
Βλέπω ότι σύμφωνα με την αντίληψη σας τρώω πάρα πολύ
Καταλαβαίνω πως δεν ξέρετε πώς να φερθείτε σε ανθρώπους
σαν κι εμένα
Μόνο που εγώ δεν πρόκειται τη γωνιά να σας αδειάσω.
Μπέρτολτ Μπρεχτ
Όντως, μέσα από τρεις δεκαετίες ανεμπόδιστης κυριαρχίας της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, ο καπιταλισμός της εποχής μας έχει διαπιστώσει ότι οι νέοι “τρώνε πάρα πολύ”. Το κράτος δείχνει να μην έχει λόγο να “επενδύει” σ΄ ένα δυναμικό που θεωρεί “ξεγραμμένο”: H πλειοψηφία των νέων ανθρώπων, σχεδόν ολόκληρες γενιές, μαζί κι οι αγέννητοι, σήμερα εμφανίζονται “περιττοί” για τη μεγιστοποίηση των κερδών του μεγάλου κεφάλαιου. Σ΄ αυτές τις συνθήκες η δημόσια παιδεία γίνεται “αποθήκη ανθρώπων” και ως “χαμένη υπόθεση” εγκαταλείπεται κυνικά, έρμαιο στη δίψα για κέρδη των σχολαρχών (Στυλιανίδης). Στόχος η αναβολή της στιγμής εισόδου στην αγορά εργασίας αυτών που δε λένε ν΄ “αδειάζουν τη γωνιά”: Πολυπτυχιούχοι «απασχολήσιμοι» (Σημίτης). Ανασφάλιστοι των «stage» των 480 ευρώ (πάνω τους έχει φτάσει να στηρίζεται, για παράδειγμα, η λειτουργία των δύο νοσοκομείων στο Ηράκλειο). Οι της εναλλαγής μερικής απασχόλησης και 65ωρης εργασίας (Ε.Ε. και Ν.Δ.). Γι΄ αυτό, όταν δεν ενθαρρύνουν την αστυνομία ανοιχτά (Πολύδωρας) ή μέσω της ατιμωρησίας διαχρονικά, κάνουν τα στραβά μάτια στους νεοφασιστικούς της πυρήνες: Σε μια τέτοια κοινωνική πραγματικότητα, κάποιος πρέπει να κάνει τη “βρωμοδουλειά”. Και, προφανώς, δεν είναι ο πιο κατάλληλος υποψήφιος γι’ αυτή ο αστυνομικός που έχει εισαχθεί με το σύστημα των πανελληνίων ή είναι δημοκρατικά ευαισθητοποιημένος…
Και τότε τα 15χρονα… Τα ίδια που ξέρουν για τον 30χρονο ξάδερφο που λαθροβιώνει στο “παιδικό” δωμάτιο και ακούνε ότι η ανομία, αν ανήκει στους “πάνω”, έχει κοινωνική “νομιμοποίηση”. Τα 15χρονα βλέπουνε ένα συμμαθητή τους στο πεζοδρόμιο με μια σφαίρα αστυνομικού στην καρδιά. Αυτή η σφαίρα φαίνεται σαν να χτύπησε “τυχαία” τον Αλέξη Γρηγορόπουλο: Θα μπορούσε να προορίζεται για οποιοδήποτε απ’ αυτά. Και έτσι βρίσκονται έξω απ’ το αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς τους με μια πέτρα στο χέρι. Κι έτσι εμφανίζεται ένα τμήμα απ’ αυτά ν΄ ακολουθεί και τις “μαύρες κουκούλες”. Αυτούς που μέσω μιας βίας τυφλής, χωρίς διακρίσεις, μπορούν να στρέφονται το ίδιο άνετα ενάντια ακόμα και στο περίπτερο της γειτονιάς ή την πολιτιστική κληρονομιά, δική τους και όλων. Σε μια κοινωνία στρεβλωμένη, αυτοπραγματώνοντας με στρεβλό τρόπο την καθολική ανάγκη για επιβεβαίωση της ανθρώπινης και κοινωνικής ύπαρξης.
Τα ιστορικά γεγονότα στην Ελλάδα τα ζούμε συνήθως με υστέρηση. Ας αναρωτηθούμε: Μήπως εδώ και μια βδομάδα τώρα ζούμε, αντιθέτως, ένα προάγγελλο ανάλογων ξεσπασμάτων της νεολαίας των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων; Την εξωτερίκευσης μιας φοβερής οργής για τα συσσωρευμένα αδιέξοδα και την έλλειψη ελπίδας, που φουσκώνει σε συνθήκες ολόπλευρης κοινωνικοοικονομικής και πολιτισμικής κρίσης του συστήματος; Μήπως ζούμε ένα ξέσπασμα των παιδιών μας κόντρα στο τεράστιο κοινωνικό γκέτο που οικοδομείται γύρω απ’ τη μεγάλη τους πλειοψηφία, “ξεγράφοντας” την, αποκόβοντας τους απ’ ότι έχει νόημα και αξία, απ’ την ίδια τη χαρά της ζωής;
Από την εποχή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου έχει περάσει ενάμισι αιώνας. Η Αριστερά, με όλα τα μεγάλα και τραγικά που ακολούθησαν και παρά τη σύγχρονη ανεπάρκεια της, θεωρητική, οργανωτική και πρακτική-πολιτική, έχει μια τεράστια εμπειρία πίσω της: Για το πώς κοινωνικά ξεσπάσματα, κατά κανόνα νέων ανθρώπων, συναντούνταν με τις κοινωνικά σύμμαχες δυνάμεις τους (πριν απ’ όλα τους εργαζόμενους, αλλά και τους ριζοσπάστες διανοούμενους και το συμπιεσμένο και καταπιεσμένο τμήμα των μεσαίων στρωμάτων) και, βέβαια, με το ριζοσπαστικό πολιτικό κίνημα και αποκτούσαν τεράστια αποτελεσματικότητα. Όχι για το σπάσιμο μιας βιτρίνας, αλλά ως ο βασικότερος παράγοντας αντίστασης στην αποαπανθρωποίηση του ανθρώπου, στη βαρβαρότητα και τον κυνισμό της καθημερινής ζωής. Και, πάντα ταυτόχρονα, ως δύναμη ανατροπής του παλιού και αναζήτησης ενός καινούργιου κόσμου, της απελευθερωμένης εργασίας που μετατρέπεται σε έκρηξη δημιουργικότητας. Χωρίς τα παιδιά, σε καλύτερη κι όχι χειρότερη θέση από εμάς, τους γονιούς τους, δεν υπάρχει μέλλον. Άμεσα ας υπερασπιστούμε τα μικρά παιδιά που κατεβαίνουν στους δρόμους από την επιχείρηση καταστολής και ποινικοποίησης της εξεγερτικής τους συμπεριφοράς. Ας ακούσουμε με προσοχή, ταυτόχρονα, τι έχουν να μας πουν και τι μας λένε τα σημερινά 15χρονα, τα δικά μας παιδιά, με τη φωνή που ύψωσαν μετά την άγρια δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Μια φωνή τόσο δυνατή, που πρέπει να ‘ναι κανείς κουφός για να μην την ακούσει όπως αντηχεί και στη μικρότερη γωνιά της Ελλάδας. Και, όσο περνάει απ’ το δικό μας χέρι, ας δράσουμε πολιτικά με στόχο να μη χαρίσουμε κανένα απ’ αυτά: Oύτε στ’ αδιέξοδα μιας “μισής” ζωής, που δεν αξίζει σε κανένα άνθρωπο να τη ζει, με σκυφτό κεφάλι και ρόλο αθύρματος στα κελεύσματα μιας πλήρως ξένης και αποξενωμένης οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Ούτε στην απομόνωση ενός πολύπλευρου περιθώριου, για το οποίο προορίζουν το πιο ανήσυχο κομμάτι τους, εφόσον με τα δικά τους μέσα δεν καταφέρουν να βρουν δικούς τους δρόμους σύνδεσης και συνδιαμόρφωσης μιας ζώσας, μεταβαλλόμενης, ουσιαστικά ανατρεπτικής, αγωνιστικής κι ελπιδοφόρας προοπτικής. Διδαγμένη απ’ την πραγματικότητα, η Αριστερά σήμερα καλείται ν΄ ασκήσει το ρόλο της.
Και τότε τα 15χρονα… Τα ίδια που ξέρουν για τον 30χρονο ξάδερφο που λαθροβιώνει στο “παιδικό” δωμάτιο και ακούνε ότι η ανομία, αν ανήκει στους “πάνω”, έχει κοινωνική “νομιμοποίηση”. Τα 15χρονα βλέπουνε ένα συμμαθητή τους στο πεζοδρόμιο με μια σφαίρα αστυνομικού στην καρδιά. Αυτή η σφαίρα φαίνεται σαν να χτύπησε “τυχαία” τον Αλέξη Γρηγορόπουλο: Θα μπορούσε να προορίζεται για οποιοδήποτε απ’ αυτά. Και έτσι βρίσκονται έξω απ’ το αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς τους με μια πέτρα στο χέρι. Κι έτσι εμφανίζεται ένα τμήμα απ’ αυτά ν΄ ακολουθεί και τις “μαύρες κουκούλες”. Αυτούς που μέσω μιας βίας τυφλής, χωρίς διακρίσεις, μπορούν να στρέφονται το ίδιο άνετα ενάντια ακόμα και στο περίπτερο της γειτονιάς ή την πολιτιστική κληρονομιά, δική τους και όλων. Σε μια κοινωνία στρεβλωμένη, αυτοπραγματώνοντας με στρεβλό τρόπο την καθολική ανάγκη για επιβεβαίωση της ανθρώπινης και κοινωνικής ύπαρξης.
Τα ιστορικά γεγονότα στην Ελλάδα τα ζούμε συνήθως με υστέρηση. Ας αναρωτηθούμε: Μήπως εδώ και μια βδομάδα τώρα ζούμε, αντιθέτως, ένα προάγγελλο ανάλογων ξεσπασμάτων της νεολαίας των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων; Την εξωτερίκευσης μιας φοβερής οργής για τα συσσωρευμένα αδιέξοδα και την έλλειψη ελπίδας, που φουσκώνει σε συνθήκες ολόπλευρης κοινωνικοοικονομικής και πολιτισμικής κρίσης του συστήματος; Μήπως ζούμε ένα ξέσπασμα των παιδιών μας κόντρα στο τεράστιο κοινωνικό γκέτο που οικοδομείται γύρω απ’ τη μεγάλη τους πλειοψηφία, “ξεγράφοντας” την, αποκόβοντας τους απ’ ότι έχει νόημα και αξία, απ’ την ίδια τη χαρά της ζωής;
Από την εποχή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου έχει περάσει ενάμισι αιώνας. Η Αριστερά, με όλα τα μεγάλα και τραγικά που ακολούθησαν και παρά τη σύγχρονη ανεπάρκεια της, θεωρητική, οργανωτική και πρακτική-πολιτική, έχει μια τεράστια εμπειρία πίσω της: Για το πώς κοινωνικά ξεσπάσματα, κατά κανόνα νέων ανθρώπων, συναντούνταν με τις κοινωνικά σύμμαχες δυνάμεις τους (πριν απ’ όλα τους εργαζόμενους, αλλά και τους ριζοσπάστες διανοούμενους και το συμπιεσμένο και καταπιεσμένο τμήμα των μεσαίων στρωμάτων) και, βέβαια, με το ριζοσπαστικό πολιτικό κίνημα και αποκτούσαν τεράστια αποτελεσματικότητα. Όχι για το σπάσιμο μιας βιτρίνας, αλλά ως ο βασικότερος παράγοντας αντίστασης στην αποαπανθρωποίηση του ανθρώπου, στη βαρβαρότητα και τον κυνισμό της καθημερινής ζωής. Και, πάντα ταυτόχρονα, ως δύναμη ανατροπής του παλιού και αναζήτησης ενός καινούργιου κόσμου, της απελευθερωμένης εργασίας που μετατρέπεται σε έκρηξη δημιουργικότητας. Χωρίς τα παιδιά, σε καλύτερη κι όχι χειρότερη θέση από εμάς, τους γονιούς τους, δεν υπάρχει μέλλον. Άμεσα ας υπερασπιστούμε τα μικρά παιδιά που κατεβαίνουν στους δρόμους από την επιχείρηση καταστολής και ποινικοποίησης της εξεγερτικής τους συμπεριφοράς. Ας ακούσουμε με προσοχή, ταυτόχρονα, τι έχουν να μας πουν και τι μας λένε τα σημερινά 15χρονα, τα δικά μας παιδιά, με τη φωνή που ύψωσαν μετά την άγρια δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Μια φωνή τόσο δυνατή, που πρέπει να ‘ναι κανείς κουφός για να μην την ακούσει όπως αντηχεί και στη μικρότερη γωνιά της Ελλάδας. Και, όσο περνάει απ’ το δικό μας χέρι, ας δράσουμε πολιτικά με στόχο να μη χαρίσουμε κανένα απ’ αυτά: Oύτε στ’ αδιέξοδα μιας “μισής” ζωής, που δεν αξίζει σε κανένα άνθρωπο να τη ζει, με σκυφτό κεφάλι και ρόλο αθύρματος στα κελεύσματα μιας πλήρως ξένης και αποξενωμένης οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Ούτε στην απομόνωση ενός πολύπλευρου περιθώριου, για το οποίο προορίζουν το πιο ανήσυχο κομμάτι τους, εφόσον με τα δικά τους μέσα δεν καταφέρουν να βρουν δικούς τους δρόμους σύνδεσης και συνδιαμόρφωσης μιας ζώσας, μεταβαλλόμενης, ουσιαστικά ανατρεπτικής, αγωνιστικής κι ελπιδοφόρας προοπτικής. Διδαγμένη απ’ την πραγματικότητα, η Αριστερά σήμερα καλείται ν΄ ασκήσει το ρόλο της.
(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ της 15ης Δεκεμβρίου 2008)