Του Μήτσου Γκορίτσα
Η συγκυρία σήμερα χαρακτηρίζεται από την κρίση του καπιταλισμού διεθνώς και από την επίθεση του κεφαλαίου που χαρακτηρίζεται από πρωτοφανή αγριότητα σε σύγκριση με τις τελευταίες δεκαετίες. Οι εργαζόμενοι βλέπουν τη ζωή τους να χειροτερεύει με ραγδαίο ρυθμό, ενώ η νέα γενιά καλείται να ζήσει σε ένα τρομακτικό και αβέβαιο μέλλον, να αποδεχτεί την επιστροφή σε μια ζωή ίδια και χειρότερη με πολλές δεκαετίες πριν. Στην Ελλάδα η πολιτική αυτή λιτότητας συστηματοποιείται μέσα από το «μνημόνιο» που υπέγραψε η ελληνική κυβέρνηση με την «τρόικα» ΕΕ-ΔΝΤ-ΕΚΤ.
Διλήμματα
Το δίλημμα, που έχουν να αντιμετωπίσουν οι εργαζόμενοι, η νεολαία, τα λαϊκά στρώματα, είναι επείγον και σαφές. Είτε θα θυσιάσουν τη ζωή τους για χάρη των συμφερόντων μιας ελάχιστης μειοψηφίας τραπεζιτών και κεφαλαιοκρατών, είτε θα παλέψουν για να υπερασπίσουν τη ζωή τους, ανατρέποντας αυτή την πολιτική. Παρά το «σοκ και δέος» που έχει προκαλέσει ο θυελλώδης χαρακτήρας της αντικοινωνικής επίθεσης της κυβέρνησης και της τρόικας, η μαζικότητα και η μαχητικότητα των γενικών απεργιών, η ραγδαία ανάπτυξη κινημάτων όπως το «Δεν πληρώνω», η εκλογική κατάρρευση στις πρόσφατες περιφερειακές εκλογές των κομμάτων που άμεσα ή έμμεσα στηρίζουν την πολιτική του μνημονίου (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ), είναι σημάδια ότι η πολιτική αυτή δεν είναι μονόδρομος, ότι ο δεύτερος δρόμος της κοινωνικής αντίστασης και της ανατροπής είναι ανοιχτός.
Η Αριστερά, παρά τις αδυναμίες της, δεν έχει άλλο λόγο ύπαρξης παρά να πρωτοστατήσει για να γίνει πράξη αυτός ο δεύτερος δρόμος. Η πολυδιάσπαση της Αριστεράς, οι αποκλίνουσες ιδεολογικές και πολιτικές αναφορές, τα διαφορετικά συνολικά σχέδια εξόδου από την κρίση που προτείνονται, δεν μπορούν να γίνονται πρόσχημα για την άρνηση του πιο επείγοντος καθήκοντος της στιγμής. Η Αριστερά οφείλει να δράσει εδώ και τώρα και από κοινού, με βάση ένα πρόγραμμα υπεράσπισης των άμεσων συμφερόντων των εργαζομένων, πριν η λαίλαπα των αντεργατικών μέτρων οδηγήσει την κοινωνία σε ερείπια.
Αντίθετα, κάθε προσπάθεια συμφωνίας προκαταβολικά σε ένα πλήρες και συνεκτικό σχέδιο εξόδου από την κρίση ως προϋπόθεση για την κοινή δράση, είναι καταρχήν ουτοπική αυτή τη στιγμή (με βάση την ετερογένεια της Αριστεράς) και κατά δεύτερον λειτουργεί διασπαστικά στον κρίσιμο αγώνα της στιγμής, ισοδυναμεί με αποφυγή της μάχης και αποδοχή της ήττας του λαού. Όπως έδειξαν ξεκάθαρα οι πρόσφατες εξεγέρσεις στην Τυνησία και την Αίγυπτο, δεν είναι τα «ξεκάθαρα» εναλλακτικά σχέδια που οδηγούν σε κοινωνικό ξεσηκωμό, αλλά αντίθετα είναι ο κοινωνικός ξεσηκωμός προϋπόθεση για να μπορούν να τεθούν σε ρεαλιστική και μαζική βάση εναλλακτικά σχέδια και λύσεις.
Ένα πλατύ πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο της Αριστεράς, με ένα μίνιμουμ αναγκαίο πλαίσιο στόχων πάλης, μπορεί να κάνει σημαντική διαφορά στην ελληνική κοινωνία. Μπορεί να καταγράψει ένα αντίπαλο δέος στην αστική πολιτική και να δώσει το σύνθημα αγώνα για την ανατροπή του μνημονίου σε πλατιές μάζες. Βέβαια, δεν μπορεί να δώσει όλες τις απαντήσεις. Δεν μπορεί να απαντήσει για παράδειγμα στο ζήτημα του ρατσισμού, στην πολιτική «διαίρει και βασίλευε» της κυρίαρχης τάξης, αφού σημαντικό μέρος της Αριστεράς υποχωρεί απέναντι στις ρατσιστικές αντιλήψεις.
Πολιτική
Η εργατική τάξη στην Ελλάδα αποτελείται από ντόπιους και μετανάστες και η μάχη ενάντια στην πολιτική του μνημονίου έχει ανάγκη και τα δυο αυτά τμήματα ενωμένα. Η καίρια συνεπώς μάχη ενάντια στο ρατσισμό οφείλει να δοθεί όχι μόνο μέσα στην κοινωνία, αλλά και μέσα στην Αριστερά με μετωπική δράση της αντιρατσιστικής της πτέρυγας. Επιπλέον, η μετωπική δράση δεν μπορεί να χαράξει μια συνολική εναλλακτική για το «μετά» της κοινωνίας. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με το χτίσιμο μιας μαζικής ανατρεπτικής Αριστεράς, ξεκάθαρης ιδεολογικά, που να προβάλλει αξιόπιστα έναν άλλο δρόμο απέναντι στα αδιέξοδα και τη βαρβαρότητα του καπιταλισμού.
Η πολιτική και ιδεολογική μάχη για το ξεκαθάρισμα των απόψεων και το χτίσιμο μιας τέτοιας Αριστεράς είναι μπροστά μας. Όμως κάθε πολιτική δύναμη οφείλει να δίνει αυτή τη μάχη με τρόπο που να αποδεικνύει παράλληλα τη χρησιμότητά της στην πράξη, δηλαδή στη μετωπική δράση για την ανατροπή του μνημονίου εδώ και τώρα.
Ένα τέτοιο πρόγραμμα κοινής δράσης της Αριστεράς, που θα μπορεί να ενώσει σε ένα πλατύ μέτωπο τις οργανωμένες δυνάμεις, τους ανένταχτους, τους αγωνιστές που σπάνε από την επιρροή των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων, καθώς και τους αγωνιστές που μπαίνουν στον αγώνα για πρώτη φορά, οφείλει να περιλαμβάνει τους απολύτως απαραίτητους στόχους πάλης, ώστε να είναι ενωτικό και να έχει σαν κριτήριο τα άμεσα συμφέροντα των «από κάτω», ώστε να είναι επαρκές στην αντιμετώπιση της αντιλαϊκής επίθεσης.
Οι κινήσεις που υποστηρίζουμε
1. Η επανεκκίνηση του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί θετικό βήμα που, όμως, μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο με στροφή σε αριστερή ριζοσπαστική πολιτική και άμεση στήριξη στον κόσμο της βάσης του εγχειρήματος (τοπικές οργανώσεις, μέλη, δικαίωμα αποφάσεων, υλοποίηση κεντρικών αποφάσεων 2ης και 3ης Πανελλαδικής Συιδιάσκεψης, άμεση οργάνωση της 4ης ΠΣ).
2.Επιτροπές Αγώνα παντού. Υποστήριξη του συντονισμού τους με στόχο τη διαμόρφωση ενός κοινωνικού και πολιτικού δικτύου αντίστασης από τα κάτω.
3. Απεύθυνση –και μέσω του ΣΥΡΙΖΑ– προς το ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τον κόσμο του ΚΚΕ. Ειδικό βάρος στην ανάπτυξη σχέσεων ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αξιοποίηση κάθε δικτύου που δίνει τέτοιες δυνατότητες (Αριστερό Βήμα, ΕΛΕ χρέους κ.λπ.).
4. Απόκρουση των διαδικασιών συγκρότησης «μετώπων» που θα επιχειρήσουν να δώσουν στην αντιμνημονιακή διάθεση εθνικιστικό και τελικά αντιαριστερό περιεχόμενο. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η αντιμετώπιση της Σπίθας του Μ. Θεοδωράκη (αλλά και των γνωστών τουρκοφάγων νεοεθνικιστών και τελικά του Μαρκεζίνη…).
5. Στο ενδεχόμενο αιφνιδιαστικών εκλογών υποστηρίζουμε την απάντηση ενός κοινού ψηφοδελτίου, που θα επιδιώκει να συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις, αλλά θα προχωρήσει με όσες συμφωνήσουν. Διατηρώντας την αυτονομία τους, διατηρώντας –αν το επιθυμούν– τη διακριτότητά τους, αλλά δίνοντας στον κόσμο την ευκαιρία να μαυρίσει μαζικά από τα αριστερά τις δυνάμεις του μνημονίου.
Στόχοι πάλης
Πέρα από τις συνήθεις διεκδικήσεις των εργαζομένων, που παραμένουν απολύτως επίκαιρες, είναι αναγκαίοι νέοι στόχοι πάλης τους οποίους επιβάλλει η εποχή. Αυτοί οι στόχοι πάλης είναι:
1. Η ανατροπή του μνημονίου είναι το πρώτο άμεσο καθήκον. Όμως η πάλη ενάντια στο μνημόνιο, για να μην είναι προσχηματική, οφείλει να έχει απάντηση στο ζήτημα του χρέους. Απέναντι στα προγράμματα λιτότητας, που υλοποιούνται σε όλες τις χώρες με πρόσχημα τα χρέη και τα ελλείμματα, η Αριστερά οφείλει να δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση: Είτε οι εργαζόμενοι δεν οφείλουν να πληρώσουν το χρέος, οπότε πρέπει και μπορούμε να παλέψουμε για την ανατροπή των αντιλαϊκών μέτρων, είτε πρέπει να συνεχίσουμε να πληρώνουμε το χρέος (έστω και με μικρότερα επιτόκια), οπότε το περισσότερο που μπορούμε να διεκδικήσουμε είναι μικροδιορθώσεις στα μέτρα λιτότητας. Το μνημόνιο, που έχει υπογράψει η ελληνική κυβέρνηση με την τρόικα ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ, προβλέπει τα απάνθρωπα μέτρα λιτότητας και ταυτόχρονα το δανεισμό της Ελλάδας με 110 δισ. ευρώ (και ακόμα περισσότερα στο μέλλον). Το δίλημμα, που μας βάζουν κυβέρνηση και άρχουσα τάξη, είναι σαφές: «Αν δεν θέλετε το μνημόνιο, πρέπει να βρείτε τα δισ. ευρώ για τη συνέχιση της εξυπηρέτησης του χρέους».
Σε αυτό το δίλημμα η Αριστερά δεν μπορεί να κρύβει το κεφάλι της στην άμμο. Αν θέλει στα σοβαρά να παλέψει για την ανατροπή του μνημονίου δεν έχει άλλο δρόμο από το να πει ότι δεν χρειαζόμαστε τα καινούρια δάνεια για να πληρώνουμε τα παλιά, ότι δεν έχουμε ανάγκη τους δανειστές του κράτους και συνεπώς δεν χρειάζεται να συμφωνήσουμε για κανένα μνημόνιο μαζί τους, ότι πρέπει να σταματήσουμε κάθε πληρωμή του δημόσιου χρέους εδώ και τώρα. Με άλλα λόγια δεν μπορούμε να διεκδικήσουμε την ανατροπή του μνημονίου, αν δεν διεκδικήσουμε ταυτόχρονα (την άμεση και μονομερή παύση πληρωμών και) το «πάγωμα» του χρέους. Αυτή είναι μια στοιχειώδης διεκδίκηση που οφείλει να έχει ένα μέτωπο κοινής δράσης της Αριστεράς, όποιες και αν είναι οι διαφορές, τόσο για την εκτίμηση των αιτιών του χρέους όσο και για το πώς θα προχωρήσουμε μετά (επαναδιαπραγμάτευση ή διαγραφή κ.λπ.).
Παράλληλα με το πάγωμα του χρέους πρέπει να διεκδικήσουμε την αναδιανομή του πλούτου και την αντιστροφή των αιτιών που δημιουργούν νέα ελλείμματα και χρέη, δηλαδή το σταμάτημα των φοροαπαλλαγών και των επιδοτήσεων προς τους καπιταλιστές, τη βαριά φορολόγηση του κεφαλαίου, τη μείωση των τεράστιων στρατιωτικών δαπανών.
2. Το μνημόνιο αποτελεί την τελευταία αντιδραστική σύμβαση που υπόγραψε η ελληνική κυβέρνηση με την ΕΕ. Όμως δεν είναι η μόνη. Η συντριπτική πλειοψηφία των συνθηκών της ΕΕ (από το Μάαστριχτ μέχρι τη Λισαβόνα και πολλές άλλες) έχουν στόχο την υπεράσπιση των συμφερόντων του κεφαλαίου και το χτύπημα των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Η μη αναγνώριση αυτών των συνθηκών από την Αριστερά και η απειθαρχία σε αυτές, είναι επίσης μια μίνιμουμ, αλλά βασική προϋπόθεση για την κοινή δράση της Αριστεράς σήμερα.
3. Το πάγωμα του χρέους είναι ένα πρώτο βήμα, ώστε η προτεραιότητα να είναι οι άνθρωποι και όχι τα κέρδη. Όμως δεν είναι μόνο τα κέρδη των δανειστών του ελληνικού κράτους που πρέπει να θιγούν. Η επιδίωξη κερδοφορίας σε συνθήκες κρίσης οδηγεί σε κλεισίματα, σε απολύσεις, σε περιορισμό μισθών και εργασιακών δικαιωμάτων, σε άνοδο τιμών σε βασικά αγαθά, σε πάγωμα της πίστωσης, σε ασφυξία και σε συρρίκνωση της οικονομίας. Χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα είναι οι τράπεζες που, παρά την γιγάντωσή τους τα προηγούμενα χρόνια και παρά τα τεράστια χαριστικά πακέτα που παίρνουν από τις κυβερνήσεις, εξακολουθούν να τοκογλυφούν πάνω στα χρέη (κρατικά και ιδιωτικά) και ταυτόχρονα να μη διοχετεύουν νέες πιστώσεις, γιατί δεν θέλουν να πάρουν το ρίσκο νέων επισφαλών δανείων.
Για να προστατευτούμε από τις συνέπειες της κρίσης πρέπει λοιπόν να περιορίσουμε το κριτήριο του κέρδους και το «διευθυντικό δικαίωμα» της τάξης των καπιταλιστών πάνω στην οικονομία. Συνεπώς η Αριστερά οφείλει να διεκδικήσει από το κράτος όχι μόνο να σταματήσει τις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά και να προχωρήσει αντίστροφα σε ένα ευρύ πρόγραμμα κρατικοποιήσεων, που θα ξεκινάει από τις τράπεζες και θα επεκτείνεται στην παιδεία, στην υγεία, στις ασφαλιστικές εταιρίες, στις υποδομές (δρόμοι, λιμάνια κ.λπ.), σε όλες τις πρώην ΔΕΚΟ και γενικότερα σε κάθε τομέα της οικονομίας που είναι κρίσιμος για την επιβίωση των εργαζομένων και γενικότερα της κοινωνίας.
Αυτό το πρόγραμμα κρατικοποιήσεων απαιτούμε ταυτόχρονα να γίνει χωρίς καμιά αποζημίωση στους καπιταλιστές, όχι μόνο γιατί έτσι κι αλλιώς οι επιχειρήσεις αυτές έχουν δημιουργηθεί από την εκμετάλλευση του μόχθου των εργαζομένων, αλλά και γιατί το συμφέρον σωτηρίας της κοινωνίας είναι υπέρτερο του «κεκτημένου» της ιδιοκτησίας του πλούτου από τους λίγους.
Η διεκδίκηση για ένα ευρύ πρόγραμμα κρατικοποιήσεων δεν είναι κάτι καινοφανές. Κυβερνήσεις όπως του Τσάβες και του Μοράλες έχουν υποχρεωθεί να προχωρήσουν σε τέτοια μέτρα σαν αναγκαίο όρο υλοποίησης στοιχειώδους φιλολαϊκής πολιτικής. Όμως η εμπειρία δείχνει ότι τόσο τα σύγχρονα όσο και παλιότερα προγράμματα κρατικοποιήσεων δεν μπορούν να λειτουργήσουν αυτομάτως υπέρ των εργαζομένων. Είναι απαραίτητο λοιπόν η διεκδίκηση των κρατικοποιήσεων να συνοδεύεται από την ταυτόχρονη διεκδίκηση του εργατικού και κοινωνικού ελέγχου σε αυτές.
4. Το τέταρτο κεντρικό ζήτημα είναι η απάντηση που οφείλει να δώσει η Αριστερά στο δίλημμα της κυβερνητικής εξουσίας και της γενικότερης προοπτικής εξόδου από την κρίση. Η αναγκαία βάση για την κοινή δράση της Αριστεράς σήμερα είναι η πάλη για την ανατροπή της κυβέρνησης του μνημονίου, καθώς και η αντίθεση σε κάθε κυβερνητική λύση που αποδέχεται το μνημόνιο (ή ακόμα και μια αναθεωρημένη εκδοχή του) ως τετελεσμένο. Βοηθητική θα ήταν και η διατύπωση μακροπρόθεσμων εναλλακτικών (κυβέρνηση της Αριστεράς, προοπτική του σοσιαλισμού), οι οποίες αναγκαστικά θα έχουν έναν αφηρημένο και μελλοντικό χαρακτήρα και γιατί κάποια έτοιμη εναλλακτική πρόταση δεν υπάρχει, αλλά και γιατί, για τα διάφορα ρεύματα της Αριστεράς, το περιεχόμενο τέτοιων στόχων είναι πολύ διαφορετικό.
5. Ένα πέμπτο ζήτημα είναι η προσπάθεια υλοποίησης των παραπάνω στόχων πάλης στην πράξη. Αυτό σημαίνει την κοινή προσπάθεια της Αριστεράς για συγκρότηση πλατιών επιτροπών αγώνα, που θα παλεύουν να κάνουν τους παραπάνω στόχους πλειοψηφικούς μέσα στα συνδικάτα, στους χώρους της νεολαίας και στις γειτονιές, που θα δίνουν στήριγμα στους κοινωνικούς αγώνες και θα χτίζουν την αλληλεγγύη μεταξύ τους, που θα μπορούν να κατεβάζουν όλο και πιο μαζικά τον κόσμο στους δρόμους με τέτοια ριζοσπαστικά αιτήματα και θα μπορούν να πάρουν και ανεξάρτητες πρωτοβουλίες για κινητοποιήσεις από τις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες. Χωρίς να διαλυθούν οι υπάρχουσες παρατάξεις, είναι αναγκαίο παράλληλα να δημιουργηθεί μέσα σε κάθε χώρο μια «υπερπαράταξη» που να αγκαλιάζει κάθε αγωνιστή που θέλει να δώσει τον αγώνα της ανατροπής του μνημονίου, προσφέροντας έτσι μια οργανωτική ραχοκοκαλιά για τη διεξαγωγή του αγώνα αυτού.
Ενότητα στη δράση
Οι παραπάνω στόχοι πάλης δεν αποτελούν ένα συνεκτικό σχέδιο εξόδου από την κρίση, αλλά στοιχειώδεις διεκδικήσεις υπεράσπισης των εργαζομένων από τις συνέπειες της κρίσης. Η συζήτηση και η αντιπαράθεση μέσα στην Αριστερά, όπως και μέσα στην κοινωνία ευρύτερα για τα διάφορα συνολικά σχέδια, πρέπει και μπορεί να συνεχίζεται, όμως δεν αποτελεί προϋπόθεση κοινής δράσης η συμφωνία για τη συνολική προοπτική της κοινωνίας. Η άρνηση κοινής δράσης με πρόσχημα στρατηγικές διαφορές της Αριστεράς αποτελεί αδιαφορία για την επείγουσα ανάγκη να οργανώσουμε από κοινού τον αγώνα για τα άμεσα συμφέροντα των εργαζομένων.
Το νόμισμα
Και μια τέτοια διαφορά, που αντικειμενικά λειτουργεί αποπροσανατολιστικά και διασπαστικά, είναι το ζήτημα του νομίσματος, το θέμα δηλαδή αν απέναντι στο μνημόνιο και την κρίση πρέπει να διεκδικούμε την παραμονή στο ευρώ ή την έξοδο και την επιστροφή στη δραχμή. Όμως είτε παραμείνει είτε αλλάξει το νόμισμα, καμιά αλλαγή δεν θα συμβεί στο συσχετισμό δυνάμεων και στην κατανομή του πλούτου, οι πλούσιοι θα παραμείνουν πλούσιοι και οι φτωχοί θα παραμείνουν φτωχοί, οι ντόπιοι και διεθνείς τοκογλύφοι θα συνεχίσουν να πληρώνονται για το χρέος και οι εργαζόμενοι θα συνεχίσουν να πληρώνουν το μάρμαρο. Αν οι εργαζόμενοι με τον αγώνα τους δεν μπορέσουν να επιβάλουν κάποιες νίκες με βάση τους στόχους που διατυπώθηκαν πιο πάνω (ανατροπή του μνημονίου, πάγωμα του χρέους, κρατικοποιήσεις κ.λπ.), τότε θα συνεχίσουν να υφίστανται τις συνέπειες της κρίσης, όποιο νόμισμα κι αν έχει η Ελλάδα. Συμφέρον των εργαζομένων είναι να υπερασπίσουν τον εαυτό τους από τις συνέπειες της κρίσης, να είναι έτοιμοι να δώσουν αυτό τον αγώνα απέναντι σε κάθε ενδεχόμενο (παραμονή ή έξοδος από την ευρωζώνη) και όχι να κάνουν θυσίες για το ένα ή το άλλο νόμισμα. Σε κάθε περίπτωση, ο προσανατολισμός εντός η εκτός του ευρώ και της ΕΕ από διάφορες δυνάμεις της Αριστεράς, δεν μπορεί να λειτουργεί ως πρόσχημα για την άρνηση της κοινής δράσης ενάντια στην πολιτική του μνημονίου.
Άμεσα αιτήματα
Συνοψίζοντας, ένα πρόγραμμα κοινής πάλης της Αριστεράς πρέπει να απαντάει στην υπεράσπιση των άμεσων συμφερόντων των εργαζομένων και της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Ένα τέτοιο πρόγραμμα μπορεί να συστηματοποιηθεί σε μερικά απλά, αλλά βασικά σημεία: Αγώνας για την ανατροπή της κυβέρνησης, των μέτρων λιτότητας και του μνημονίου με ταυτόχρονο πάγωμα της πληρωμής του χρέους, αναδιανομή του πλούτου και βαριά φορολογία του κεφαλαίου, πάλη για κρατικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας με εργατικό έλεγχο, δημιουργία πλατιών επιτροπών στους κοινωνικούς χώρους για να στηριχτεί αυτός ο αγώνας και να γίνει κοινωνικός ξεσηκωμός.
ΣΥΡΙΖΑ
Το πλαίσιο αυτό κοινής δράσης, παράλληλα με τη δημοκρατική εμβάθυνση, είναι ένα πλαίσιο που μπορεί και πρέπει να αναζωογονήσει την κοινή δράση μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Αν η ηγεσία του ΣΥΝ εξακολουθεί να αντιδρά αρνητικά στην ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ, εμείς δεν σκοπεύουμε να αποχωρήσουμε. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν χαρίζεται σε κανένα. Όμως ταυτόχρονα δεν υπάρχει και κανένας λόγος αναμονής ούτε της ηγεσίας του ΣΥΝ, ούτε προφανώς της ηγεσίας του ΚΚΕ που επιμένει διασπαστικά. Η δυναμική της κοινής δράσης μπορεί και πρέπει να φτάσει πολύ ευρύτερα, από κόσμο που σπάει από το ΠΑΣΟΚ μέχρι τις δυνάμεις που συσπειρώνονται στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Όσες δυνάμεις της Αριστεράς θέλουν να δώσουν πραγματικά τη μάχη για την ανατροπή του μνημονίου, μπορούν και οφείλουν να δράσουν από κοινού μέσα σε επιτροπές αγώνα, γονιμοποιώντας την κοινωνική αντίσταση, αλλά και μια νέα ευκαιρία για την Αριστερά. Ο ξεσηκωμός της νεολαίας το 2006-2007 έκανε εφικτή την τότε δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα η συγκυρία δημιουργεί τις συνθήκες για μια πολύ πιο βαθιά κοινωνική έκρηξη, κάνει εφικτή μια νέα δυναμική της Αριστεράς, αρκεί να είναι αποφασισμένη να πάρει το δρόμο της ανυποχώρητης υπεράσπισης των συμφερόντων των από κάτω, χωρίς να τρομάζει από την προοπτική σύγκρουσης με το σύστημα.